Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

...στο καλό...καλή μου...


Κάποτε μια μάνα αποχαιρέτησε την μονάκριβη κόρη, στοργικά τη φίλησε...


''Στο καλό καλή μου, ποτέ πίσω μη γυρίσεις''


''Μάνα ποτέ δεν θέλησα, μα ήρθε η ώρα να φύγω...φεύγω μόνο, για να έχω κάποτε λόγο να γυρίσω''


Στο δρόμο η κόρη κάμποσες στροφές μετά, είδε ένα μεγάλο πραματευτή, αυτός της είπε:


''Χάρισε μου το φυλακτό που στο λαιμό κουβαλάς, να σου χαρίσω ότι επιθυμείς''


Η κόρη κοίταξε πίσω, τότε κατάλαβε ότι το πατρικό το σπίτι μακριά, τώρα ολομόναχη
είχε από'δω κ'πέρα να διαλέγει...θυμόταν πάντα, ότι πίσω αφήνουμε-κουβαλάμε...θυμόταν
πολλά αγγίζοντας το φυλακτό...άξαφνα απ'το λαιμό το έβγαλε κ'μαζί για να μην λυπάται...ξέχασε...
...αμέσως είπε:


''Παρ΄το κ'οδήγησε με στην πόλη μου''


Τότε ο πραγματευτής της είπε: 


''Στο χαρίζω''


...της το ξαναφόρεσε στο λαιμό...


''Εγώ στην πόλη θα σε οδηγήσω''


Στό δρόμο για την πόλη, συνάντησαν πόλεις πολλές...


''Πότε θα φτάσουμε στην πόλη;'', αναρωτιόταν η κόρη...




...αντάμωσαν τόσα...το φυλακτό πάντα εκεί, μα τα γόνατα όλο κ'γονάτιζαν...η κόρη άρχισε 
με χρώματα που της χάριζε ο πραματευτής, να κρύβει την κούραση στο όμορφο πρόσωπο...
...ξεχνιόταν μόνο όταν κοιμόταν...


''Η πόλη είναι κοντά''


...την πόλη ονειρευόταν...




...κάποτε οι πόλεις τελείωσαν, φτάσαν στις χαράδρες του κόσμου, τότε ο πραματευτής είπε:


''Κόρη κοίτα, να η πόλη σου!''




Τα συννεφιασμένα κουρασμένα μάτια, δάκρυσαν...


''Δε βλέπω τίποτε'' , είπε...


Ο πραματευτής απάντησε:


''Τόσες πόλεις είδαμε, δεν βρήκες πόλη να μ'αρνηθείς, να βαρεθείς, να με παρατήσεις, ποτέ πόλη δε θα βρεις''




...ο πραματευτής ήταν όνειρο στιγμιαίο, η κόρη σκιαγμένη ξύπνησε...ξημέρωσε...ήταν η μέρα να φύγει...


...στο καλό καλή μου...






27-8-2009