Κάποτε μια μάνα αποχαιρέτησε την μονάκριβη κόρη, στοργικά τη φίλησε...
''Στο καλό καλή μου, ποτέ πίσω μη γυρίσεις''
''Μάνα ποτέ δεν θέλησα, μα ήρθε η ώρα να φύγω...φεύγω μόνο, για να έχω κάποτε λόγο να γυρίσω''
Στο δρόμο η κόρη κάμποσες στροφές μετά, είδε ένα μεγάλο πραματευτή, αυτός της είπε:
''Χάρισε μου το φυλακτό που στο λαιμό κουβαλάς, να σου χαρίσω ότι επιθυμείς''
Η κόρη κοίταξε πίσω, τότε κατάλαβε ότι το πατρικό το σπίτι μακριά, τώρα ολομόναχη
είχε από'δω κ'πέρα να διαλέγει...θυμόταν πάντα, ότι πίσω αφήνουμε-κουβαλάμε...θυμόταν
πολλά αγγίζοντας το φυλακτό...άξαφνα απ'το λαιμό το έβγαλε κ'μαζί για να μην λυπάται...ξέχασε...
...αμέσως είπε:
''Παρ΄το κ'οδήγησε με στην πόλη μου''
Τότε ο πραγματευτής της είπε:
''Στο χαρίζω''
...της το ξαναφόρεσε στο λαιμό...
''Εγώ στην πόλη θα σε οδηγήσω''
Στό δρόμο για την πόλη, συνάντησαν πόλεις πολλές...
''Πότε θα φτάσουμε στην πόλη;'', αναρωτιόταν η κόρη...
...αντάμωσαν τόσα...το φυλακτό πάντα εκεί, μα τα γόνατα όλο κ'γονάτιζαν...η κόρη άρχισε
με χρώματα που της χάριζε ο πραματευτής, να κρύβει την κούραση στο όμορφο πρόσωπο...
...ξεχνιόταν μόνο όταν κοιμόταν...
''Η πόλη είναι κοντά''
...την πόλη ονειρευόταν...
...κάποτε οι πόλεις τελείωσαν, φτάσαν στις χαράδρες του κόσμου, τότε ο πραματευτής είπε:
''Κόρη κοίτα, να η πόλη σου!''
Τα συννεφιασμένα κουρασμένα μάτια, δάκρυσαν...
''Δε βλέπω τίποτε'' , είπε...
Ο πραματευτής απάντησε:
''Τόσες πόλεις είδαμε, δεν βρήκες πόλη να μ'αρνηθείς, να βαρεθείς, να με παρατήσεις, ποτέ πόλη δε θα βρεις''
...ο πραματευτής ήταν όνειρο στιγμιαίο, η κόρη σκιαγμένη ξύπνησε...ξημέρωσε...ήταν η μέρα να φύγει...
...στο καλό καλή μου...
27-8-2009